άκρη άκρη μελάνι, θάλασσα, ξάνοιξα την αλετροπόδα όπου με ευφραίνει πολύ, και κατά το ξημέρωμα τις είδα πάνω στα βράχια, τυλιγμένες χρυσό οι μορφές κι ήταν σαν ανθρώπων κι ήταν ανθρώπων, φυγάδες απ΄τη θάλασσα, κι έπαιζαν τα αγάλματα τυλιγμένα χρυσό να τα φυλάξει από το πρωινό αγιάζι κι έτρεμαν ως το βλέμμα μου, και γίνονταν φύση και τότε συγκράτησα ένα ποίημα στη μνήμη μου:
οι πονεμένοι
έγιναν χρυσές πέτρες
για το βλέμμα μου
και μετά το είδα, στη θέση του σκορπιού, ανάμεσα κύματος και άμμου, το παράδερνε ο κυματισμός, νεκρό, και μου έκαψε τα μάτια, μικρούλι, τόσο δα, με τα πεδιλάκια του φορεμένα για γη να περπατήσει που δεν υπήρχε, δεν ήταν για ψωμί ριγμένο από το μανίκι μου όπως στο άλλο ταξίδι του Μπασό, ήταν κατάνεκρο, πηγή ζωής άψυχη, σ’ έναν κόσμο απληστίας, άδειασα από λόγια, και γύρω όλα άδεισαν, το μικρό νεκρό παιδί έσβυνε όλα τα ονόματα του τοπίου, μονάχο όσο ένας θάνατος και το κύμα το παράδερνε κι έκλεισα τα μάτια κι είχε κολλήσει κάτω από τα βλεφαρά μου, ίσαμε ένα σκυλί ζωή κι αυτή παρμένη… Ώρες μετά ανάμεσα στα σωσίβια έκάθισα κι έγραψα:
για το σκυλί κλαίς;
για το παιδάκι, νεκρό
άκρη άκρη στο κύμα;
πέρασε μέσα μου η εικόνα του, έγινε όλα τα νεκρά παιδιά που άφησα πίσω μου ως εδώ και τώρα ανήκουν στο μπροστά μου, τα λόγια λιγοστεύουν, μα πριν τραβήξω το δρόμο, σύνοφρης, άφησα γράμματα σαν άνθη:
οι νεκροί θα’ ναι
για μας πάντα πιο πολλοί,
για πόσους ζούμε;
και είπα πως δε φτάνει το δάκρυ